TYPO DESIGNS
  • AΡXIKH
  • O ΣYΛΛOΓOΣ MAΣ
  • NEA - ΔΡAΣTHΡIOTHTEΣ
  • TO XΩΡIO MAΣ
  • ΦΩTOΓΡAΦIEΣ
  • EΠIKOINΩNIA
Η ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑ, ή ΜΑΝΔΑΝΙΣΣΑ ΤΡΙΧΩΝΙΔΑΣ,
ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ.
​«Μέσα μου το χιλιάγκαθο/ της Ρούμελης λουλούδι
που απ' την καρδιά ριζώνεται/ κι αξαίνει το τραγούδι»
                                            (Αθ. Κυριαζής, Τα Ρουμελιώτικα, αρ. 1)
Εισαγωγικά προλεγόμενα.
   Η Παντάνασσα, ή Μανδάνισσα, το μικρό αλλά όμορφο χωριό μας, βρίσκεται ανάμεσα στη λίμνη Τριχωνίδα και στους πρόποδες του όρους Παναιτωλικό. Χτισμένο σχεδόν αμφιθεατρικά πάνω στις από αμέτρητους αιώνες αποθέσεις υλικών που μετέφερε ο χείμαρρος Ξηριάς από το βουνό Παναιτωλικό, σε υψόμετρο 50 μέτρα από τη θάλασσα, έχει έκταση 7 περίπου τετραγωνικά χιλιόμετρα και έκθεση νοτιοανατολική με μέτωπο προς τη λίμνη. Τα περισσότερα σπίτια είναι χτισμένα μέσα στα κτήματα, γι΄αυτό και το μεγαλύτερο μέρος του οικισμού είναι διάσπαρτο και δύσκολα από τη δημοσιά δείχνει το πραγματικό του μέγεθος. Η ιδιαιτερότητα αυτή που διαμορφώθηκε από πολύ παλιά δίνει ξεχωριστή ομορφιά στο τοπίο του χωριού, οφείλεται στην ανάγκη η κατοικία να βρίσκεται σε άμεση επαφή  με τις καλλιέργειες, για να μπορεί ο αγρότης να επιβλέπει το κτήμα του και να εργάζεται χωρίς να χάνει χρόνο, και δημιούργησε μία συνεχιζόμενη και σήμερα παράδοση , που πολύ λίγο συναντάμε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Από το 2013 ανήκει διοικητικά στο Δήμο Αγρινίου και την Παντάνασσα, πλέον, τη συναντάμε σε 15 χιλιόμετρα από το Αγρίνιο πάνω στον επαρχιακό οδικό άξονα Αγρινίου - Θέρμου.
   Από τα ομορφότερα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας, κατάφυτο από ελιές και πορτοκαλιές, με ήπιο κλίμα που το διαμορφώνουν τα «μαϊστράκια» που φυσάνε από τη λίμνη την ημέρα και τα δροσερά «κατεβατά» από τις δυό κορυφές του Παναιτωλικού, τον Κατελάνο και την Κυραβγένα, τα βράδια. Πριν λίγα χρόνια, τα περισσότερα χωράφια του χωριού καλλιεργούνταν με καπνό, φημισμένο για το άρωμα και την άριστη καυσιμότητα των τσιγάρων που φτιάχνονταν από αυτόν. Όλες οι  καπνοβιομηχανίες συναγωνίζονταν να αγοράσουν τα καπνά από τους «γαβριάδες και τις τραγάνες» της Μανδάνισσας για να δώσουν στους καπνιστές αρωματικό, γλυκόπιοτο και απολαυστικό τσιγάρο. Σήμερα ο καπνός εγκαταλείφθηκε και τα χωράφια φυτεύτηκαν με ελιές,  πορτοκαλιές και κηπευτικά. Έτσι, ο ίδιος αυτός τόπος παράγει φημισμένο λάδι από την τοπική ποικιλία «κουτσουρελιά», πολύ εύγευστα και χυμώδη πορτοκάλια της φημισμένης τοπικής ποικιλίας «σαγκουίνι Τριχωνίδας ή Γουρίτσας», καθώς και θαυμάσιας ποιότητας κηπευτικά και φρούτα.
   Η λίμνη Τριχωνίδα, ή «πέλαγος» όπως τη λένε ακόμα οι χωριανοί μας, ή λίμνη του Απόκουρου ή λίμνη του Βραχωριού, ή λίμνη της  Καλυδώνος, ή Κινία λίμνη  όπως λεγόταν σε παλιότερους χρόνους, είναι το στοιχείο που διαμόρφωσε την ιστορία του χωριού μας. Το άλλο στοιχείο που σημάδεψε την εξέλιξη του χωριού ήταν η γεωγραφική του θέση.
   Τον κεντρικό οικισμό της Παντάνασσας τον συναντάμε ακριβώς στη μέση της διαδρομής από το Αγρίνιο προς το Θέρμο. Είναι το σημείο που κατέληγαν οι παλιοί ορεινοί δρόμοι και τα μονοπάτια, όταν ταξιδιώτες, κοπάδια αλλά και μεταφορικά καραβάνια κατέβαιναν από την ορεινή Αιτωλία και Ευρυτανία προς «τον πάνω και κάτω κάμπο του Άσπρου», για το Βραχώρι, τ΄ Αντηλικό και το Μεσολόγγι. Ήταν, λοιπόν, ο πρώτος σταθμός για όσους κατέβαιναν προς τα καμποχώρια ακολουθώντας αυτούς τους δύσβατους δρόμους που διέσχιζαν κακοτράχαλα βουνά, απότομες ακροποταμιές και φουσκωμένα ποτάμια. Αντίστροφα, για όσους ανηφόριζαν κατά τα μέρη του Απόκουρου, της ορεινής Τριχωνίδας, των Κραβάρων, του Μπρουσσού και του Καρπενησιού,  ήταν το μέρος  που ξεκουράζονταν, έπαιρναν  δυνάμεις και εφόδια για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ορεινής αυτής περιοχής. «Ο στραγγερός τόπος» (στη Μανδάνισσα όσο και να βρέχει ποτέ δεν θα λασπώσετε τα παπούτσια σας), το καλό νερό από τα πολλά πηγάδια και τις πλούσιες πηγές-μάνες- της «ακροπελαγιάς», καθώς  και το «ήπιο μικροκλίμα»  που διαμορφώνεται από τη γεωμορφολογία της περιοχής ήταν ιδανικό μέρος για την ανάπαυση των κοπαδιών, των μεταφορικών καραβανιών, αλλά και των απλών ανθρώπων, που ανεβοκατέβαιναν ασταμάτητα, για πόσες χιλιάδες χρόνια - ποιος τάχατες ξέρει;- ακολουθώντας αυτές τις διαδρομές, άλλοτε κατεβαίνοντας για να μπορέσουν να ζήσουν τις οικογένειές τους αναζητώντας μεροκάματο στον κάμπο, και άλλοτε ανεβαίνοντας για να κρυφτούν στα βουνά, βασανισμένοι και κυνηγημένοι από επιδρομείς και κατακτητές. Αχνάρια από το μονοπάτι αυτό ανθρώπων και κοπαδιών, αλλά και των καραβανιών προς το Μοναστήρι του “Μπρουσσού”, υπάρχουν ακόμα και σήμερα στη κορφή του χωριού, κάτω από την τοποθεσία Τούμπα. Το μονοπάτι αυτό περνάει λίγο πάνω από την Τσερεγκού και συνεχίζει μέχρι πέρα την Αμπελιά και τη Γούβα. Άλλο απομεινάρι των στάσεων που έκαναν οι ταξιδιώτες, τα κάρα και οι σούστες της εποχής εκείνης είναι η παλιά πλατεία του χωριού μας, ή το «αλώνι» ή «χοροστάσι», όπως την έλεγαν οι παλιοί κάτοικοι του χωριού. Τελευταίο μνημείο αυτών των πολύχρονων διαδρομών ήταν το χάνι, και αργότερα πανδοχείο, της Ντουγρής, που για πολλά χρόνια ανήκε στο μοναστήρι του Μπρουσσού. Δυστυχώς, το χάνι αυτό μετά από  πυρκαγιά κατά τη δεκαετία του 1930 καταστράφηκε. Όμως ο εξωτερικός τοίχος και ένα μέρος του εσωτερικού του σκελετού σωζότανε μέχρι τη δεκαετία του 1960. Αργότερα, κατά τη δεκαετία του 1980, όλο το κτίριο κατεδαφίστηκε για να δώσει τη θέση του σε σύγχρονα καταστήματα αναψυχής και εστίασης καθώς και σε μικρές αθλητικές εγκαταστάσεις.
   Σχεδόν έτσι, σαν τόπο ξεκούρασης και ανεφοδιασμού, περιγράφει τη Μαντάνισσα και ο Αλέξανδρος Πάλλης στο βιβλίο του «ΜΠΡΟΥΣΣΟΣ». Τον ίδιο χαρακτήρα δίνουν και ξένοι περιηγητές, όπως π.χ. ο Woodhouse που λίγα χρόνια πριν το 1900 πέρασε από τον τόπο μας. Σε ορισμένους μάλιστα χάρτες που έγιναν κατά τον 19ο αιώνα αναφέρεται με το όνομα  Mandanista. Αυτές οι συνθήκες ήταν που δημιούργησαν τον πρώτο οικισμό που με τα χρόνια εξελίχθηκε σε σημαντικό χωριό της επαρχίας Τριχωνίδας.

Λίγη ιστορία.
    Συνήθως, οι περισσότεροι που γράφουν για τα χωριά τους προσπαθούν, καλοπροαίρετα βέβαια αλλά με υπερβολές κατά κανόνα, να δημιουργήσουν εικόνες και συνειρμούς για σπουδαία γεγονότα και επιφανείς άνδρες, λες και όλα αυτά θα δώσουν αίγλη και μεγαλείο στους επιγόνους. Εμείς, στο σημείωμα αυτό θα αναφερθούμε στους μικρούς και ταπεινούς ανθρώπους, σ΄ αυτούς, που πραγματικά ακούραστοι εργάτες, ανοίγουν το δρόμο της ζωής και του πολιτισμού, τους απλούς ανθρώπους του μόχθου και της δημιουργίας, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι που ζουν ανάμεσά μας Χωρίς φανταστικές ή παραποιημένες ιστορίες δίνουμε πραγματικά γεγονότα και καταστάσεις,  που έχουν καταγραφεί και μπορεί να τα επιβεβαιώσει ο καθένας που θα επισκεφθεί το χωριό μας, ή θα ανατρέξει σε σχετική βιβλιογραφία. Μία ιστοσελίδα δεν είναι επιστημονικό κείμενο, αλλά για λόγους αρχών και δεοντολογίας δίνουμε στο τέλος αυτής της μονογραφίας, μία σχετικά ευρεία βιβλιογραφία, όπου μπορεί ο κάθε αναγνώστης να ανατρέξει για να διευρύνει τις γνώσεις του, και από την οποία και εμείς αντλήσαμε σημαντικές πληροφορίες. 
   Το πότε χτίστηκε ό πρώτος οικισμός στο χώρο της σημερινής Παντάνασσας είναι άγνωστο. Σαν πέρασμα, σταθμός ξεκούρασης και τόπος εποχιακής απασχόλησης σίγουρα είναι πολύ παλιός. Το πρώτο όνομα του οικισμού που χτίστηκε στο χώρο αυτό ήταν  Μαντάνιστα, Μαντάνισσα, Μανδάνισσα, Παντάνιστα ή Παντάνασσα. Αυτό το σημείο, δηλαδή το πρώτο όνομα του οικισμού, είναι αδιευκρίνιστο και είναι δύσκολο να τεκμηριωθεί ιστορικά, γιατί μέχρι τώρα ελάχιστα γραπτά στοιχεία έχουμε, ενώ οι ιστορικές αναφορές που βρίσκουμε σε διάφορα κείμενα με τα ονόματα αυτά είναι χωρίς χρονολογική συνέχεια και συναντάμε το χωριό πότε ως Παντάνασσα και πότε ως Μανδάνισσα.
   Το όνομα Παντάνασσα, καθαρά ελληνικό, αποδίδεται στην Παναγία, που το χωριό μας τιμά με τον κύριο εφημεριακό ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου. Η Παναγία η «Πολυσπορίτισσα» είναι  πολιούχος του χωριού μας και γιορτάζει στις 21 Νοεμβρίου κάθε χρόνο. Το έθιμο με τα «πολυσπόρια»  (νηστήσιμη σούπα που παρασκευάζεται με μεγάλη ποικιλία καρπών από δημητριακά και όσπρια), που μαγειρεύονται κατά παράδοση σε όλο το χωριό την ημέρα της γιορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου, έχουν την πηγή τους στην αρχαία Ελλάδα και μάλιστα σε γιορτές αφιερωμένες στη θεά Δήμητρα. Η αγνή και ευχαριστήρια αυτή γιορτή πέρασε και στη χριστιανική παράδοση και συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι σήμερα, είναι μάλιστα τόσο δεμένη με τη ζωή των κατοίκων που απέδωσαν και το όνομα «Παναγία η Πολυσπορίτσα» στην εκκλησία του χωριού μας. 
   Το όνομα, όμως Μανδάνισσα ή Μαντάνισσα, παραπέμπει, πιθανότατα, σε ύπαρξη τόπου με «μαντάνια». Τα μαντάνια ήταν μηχανισμοί, ξύλινες κατασκευές, που χρησιμοποιούνταν για την επεξεργασία και το πλύσιμο κυρίως των κλινοσκεπασμάτων και υφαντών που προορίζονταν για το στρώσιμο των σπιτιών, των χαλιών και γενικά των υφασμάτων που φτιάχνονταν σε αργαλειούς. Τα μαντάνια τα βρίσκουμε κοντά σε υδατοπτώσεις από πλούσιες πηγές μαζί με τις νεροτριβές, γιατί για να δουλέψουν και οι δύο αυτές κατασκευές απαιτούσαν πολύ νερό. Εξάλλου και η επεξεργασία και το πλύσιμο όλων των υφαντών του αργαλειού, και ειδικά των στρωσιδιών και των κλινοσκεπασμάτων, μέχρι να απαλύνει το πέλος τους, (να  «στρώσουν» όπως λέγεται στη καθομιλουμένη των γυναικών του χωριού μας), να αποκτήσουν λαμπερό χρώμα και να δοθούν για χρήση χρειάζονταν να περάσουν και από το μαντάνι και τη νεροτριβή. Τα μαντάνια κινούνταν όπως οι νερόμυλοι με τη δύναμη του νερού, περιστρέφοντας (γυρίζοντας) και «κοπανίζοντας» (χτυπώντας) τα ρούχα με μεγάλα περιστρεφόμενα ξύλινα  σφυριά-«κοπάνια». {Σημ..Ο «κόπανος» είναι μικρό, στιβαρό, ξύλινο εργαλείο με στέρεα χειρολαβή και πλατύ άκρο για να μπορεί ο χειριστής να χτυπάει τα ρούχα με δύναμη με το πλατυσμένο αυτό άκρο πάνω σε μία σχετικά πλατιά υφασμάτινη επιφάνεια, χωρίς τα υφαντά να σχίζονται ή να τρυπάνε. Η χρήση του απαιτούσε δύναμη και δεξιοτεχνία, που δεν στερούνταν οι σκληρά εργαζόμενες γυναίκες του χωριού μας. Ο κόπανος ήταν απαραίτητο εργαλείο κάθε νοικοκυράς για το καθαρισμό και το «στρώσιμο» των βαρύτερων ρούχων που δεν μπορούσαν να πλυθούν στο χέρι ή τη σκάφη. Συνήθως, το κοπάνισμα, για τα ελαφρότερα ρούχα και υφαντά γινόταν,  μετά το «κοφίνιασμα» και το πέρασμα με «αλισίβα» και πριν το τελικό ξέβγαλμα. Ο κόπανος  και η χρήση του διατηρήθηκε σε κάθε νοικοκυριό μέχρι την «εισβολή» των ηλεκτρικών πλυντηρίων και των επαγγελματικών νεροτριβών. Αληθινό πανηγύρι έστηναν οι κοπέλες του χωριού στην «ακροπελαγιά», όταν μαζεύονταν πολλές μαζί για να πλύνουν και κοπανίσουν τα ρούχα στα πεντακάθαρα νερά της λίμνης και των κρυστάλλινων πηγών από τις «μάνες», που αναβλύζουν στον παραλίμνιο χώρο. Αυτές οι εικόνες, όπως και άλλες παρόμοιες από το θερισμό, τα αλώνια και τις «δανεικαριέ»ς, που αντανακλούσαν τη κοινωνική συνοχή και συνάφεια της «κοινοτικής» συμβίωσης, δυστυχώς χάθηκαν}. Αυτές οι κατασκευές φαίνεται πως υπήρχαν στο χωριό μας, αφού στη θέση Σκλήθρο, κοντά στη λίμνη, διασώζονταν μέχρι και τη δεκαετία του 1960 μακρά τοιχοποιία με κανάλι στη στέψη, απομεινάρι μεταφοράς νερού σε μύλο, νεροτριβή ή μαντάνι. {Σημ. τις περισσότερες φορές συνυπήρχαν στον ίδιο χώρο και οι τρείς αυτές κατασκευές αξιοποιώντας κατά τον καλλίτερο τρόπο τη δύναμη των υδατοπτώσεων}. Σήμερα, αυτό το χτιστό κανάλι μεταφοράς νερού έχει βυθιστεί και δύσκολα μπορεί κανείς να το διακρίνει, γιατί έχει σκεπαστεί από άγρια βλάστηση. Έτσι, βέβαιο πρέπει να θεωρηθεί, πως το όνομα Μαντάνισσα, Μαντάνιστα, ή με παραφθορά Μανδάνισσα, οφείλεται στα μαντάνια, που μαζί με τις νεροτριβές και τους νερόμυλους  υπήρχαν κοντά στον οικισμό αυτό. (Η περίεργη πέτρινη κυκλική κατασκευή που συναντάμε στα Ρόγγια, κοντά στη λίμνη, δεν πρέπει να είναι παλιός νερόμυλος, όπως ισχυρίζονται πολλοί κάτοικοι του χωριού. Πιθανότατα πρόκειται για το χτιστό πάνω τμήμα πηγαδιού που αποκαλύφθηκε από τα χειμέρια νερά του Ξηριά,  που μέχρι το 1968 που εγκιβωτίστηκε η κοίτη του, άλλαζαν συνέχεια ροή δημιουργώντας πολλές νεροφαγιές που έφεραν στο φως παλιές κατασκευές και αντικείμενα).     
   Κάποιοι άλλοι, βασιζόμενοι στη σλάβικη προέλευση μερικών τοπωνυμίων της ευρύτερης περιοχής  (Μόκιστα, Γουρίτσα, Αράχωβα, Προστοβά κ.λ.π) ισχυρίζονται, χωρίς να έχει τεκμηριωθεί, ότι πιθανόν η λέξη Παντάνιστα, ή Μαντάνιστα ή όπως αλλιώς έφτασε μέχρι σήμερα με τις διάφορες παραφθορές του το τοπωνύμιο αυτό, να έχει σλάβικη ρίζα, πράγμα που μας γυρίζει πίσω στην εποχή του Δουσάν και στις μεγάλες μετακινήσεις σλαβικών φύλων προς τη νότια Ελλάδα. Ζητήματα με παρόμοιας γλωσσικής εκφοράς  τοπωνύμια  υπάρχουν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και αποδίδονται στη εποχή της ύστερης βυζαντινής περιόδου, που παρατηρούνται μετακινήσεις διαφόρων φύλων στη Βαλκανική χερσόνησο, αλλά και στη μετέπειτα οθωμανική περίοδο, όπου ως συνέχεια της βυζαντινής  κυριαρχεί μεταξύ των λαών «το ομόδοξον» και όχι η φυλετική προέλευση. Άλλωστε ιστορικά η έννοια του έθνους- κράτους διαμορφώνεται κυρίως μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους πολέμους.
   Σύμφωνα όμως και με μία άλλη εκδοχή (βλ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος-Πανταζής Κοντομίχης) η λέξη μαντάνι είναι ισπανική και αποδίδει τις ξύλινες κατασκευές για την επεξεργασία των μάλλινων κλινοσκεπασμάτων. Ο μηχανισμός αυτός ήλθε στην Ελλάδα (Θεσσαλονίκη) από Εβραίους του Τολέδο που έφεραν και την τεχνική επεξεργασίας των υφαντών. Έκτοτε, διαδόθηκε σε όλη σχεδόν την ελληνική χερσόνησο και ο μηχανισμός αυτός και η τεχνική επεξεργασίας των υφαντών με τη μέθοδο αυτή, όπως παράλληλα και ό όρος μαντάνι και η λέξη μαντανία για τα ελαφρότερα διπλής όψεως υφαντά κλινοσκεπάσματα σε παραδοσιακούς αργαλειούς.
   Όμως, όπως και να έχει  τόσο η ιστορική εξέλιξη του χωριού μας όσο και η ρίζα του ονόματός του, σήμερα το χωριό μας λέγεται Παντάνασσα και έτσι, σαν βασίλισσα όλων των γύρω χωριών βλέπουν την Παντάνασσα οι χωριανοί μας.
   Ένα άλλο σημαντικό ιστορικό μνημείο της περιοχής του χωριού μας, αλλά και σημείο όλης της περιοχής είναι και ο «Πύργος» που υπάρχει στην περιοχή Γούβα ή Αγρίδι. Κατά την οθωμανική περίοδο χτίζεται, άγνωστο πότε, ο λεγόμενος Πύργος της Μουχταρίνας (στην τοπική λαλιά Μαχταρίνα), τυπικό δείγμα καστρόπυργου της περιόδου αυτής, που σπάνια βρίσκουμε στη Δυτική Στερεά. Μέχρι και τη δεκαετία του 1950 το όλο συγκρότημα σωζόταν σε κάπως καλή κατάσταση. Περιλάμβανε γύρω από το κεντρικό κτίριο/πύργο μικρές κατοικίες προφανώς για το προσωπικό και τους φύλακες, ελαιοτριβείο, πετράλωνα στην απέναντι πλαγιά (που έδωσαν και την ονομασία Πετράλωνο στη τοποθεσία αυτή) και πιο κάτω στη θέση Ντράφος (ή Τράφος) νερόμυλο (μύλος του Τσόγκα),. Μέχρι και το 1960 διατηρούνταν  η στέγη του πύργου και στο εσωτερικό του σημαντικά κομμάτια από το ταβάνι του τελευταίου ορόφου με περίτεχνες ζωγραφιές. Ο τελευταίος όροφος, στην είσοδο του οποίου υπήρχε και ζεματίστρα, ήταν η κατοικία του μουχτάρη της περιοχής Στο ισόγειο σώζονται πολλές πολεμίστρες προς όλες τις πλευρές, πράγμα που δείχνει ότι στο χώρο αυτό στρατωνίζονταν ισχυρή φρουρά. Δυστυχώς σήμερα το όλο συγκρότημα είναι σε άθλια κατάσταση. Αξίζει όμως μία επίσκεψη στο χώρο, παρότι πολλά τμήματα των κτιρίων έχουν καταρρεύσει, και σχεδόν όλο το οικοδόμημα κοντεύει να εκθεμελιωθεί από την εγκατάλειψη και κυρίως από λαθρανασκαφές, αφού οι μύθοι για θησαυρούς ποτέ δεν έλειψαν στη χώρα μας. Κάποιοι άλλοι πάλι, «υπερπατριώτες», δεν ενδιαφέρονται για το μνημείο αυτό γιατί θέλουν να σβήσουν κάθε ίχνος της οθωμανικής περιόδου, λες και αν λείψουν τα ιστορικά μνημεία θα σβήσει και η 400 χρόνων περίοδος της σκλαβιάς των Ελλήνων στους Τούρκους. Πολλοί μύθοι υπάρχουν μεταξύ των κατοίκων για τον Μουχτάρ ή μουχτάρη (όνομα ή τίτλος;) και το βίο του στη περιοχή. Ιστορικά καταγεγραμμένο για τη χρονολογία που χτίστηκε ο πύργος δεν έχουμε τίποτε μέχρι σήμερα. Σε κάποιο δεύτερο σημείωμά μας θα αναφερθούμε ξεχωριστά στο θέμα αυτό συγκεντρώνοντας «πληροφορίες και υλικό». Για την ώρα βάζουμε ένα ακόμα ερώτημα: Πύργος του Μουχτάρ, ή Πύργος της Μουχταρίνας, ονομασία με την οποία διασώζεται μέχρι σήμερα και τη συναντάμε πολύ συχνότερα στη τοπική προφορική λαϊκή μυθολογία; Γιατί η γύρω περιοχή ονομάζεται ακόμα Μουχταρίνα, και όχι τσιφλίκι του Μουχτάρ(η), όπως σε άλλα τουρκικής προέλευσης τοπωνύμια της περιοχής; Κάποια στοιχεία της παράδοσης αλλά και χρονολογημένα ιστορικά γεγονότα περιπλέκουν το όλο θέμα. Έτσι, ζητείται μία πιο αξιόπιστη ερμηνεία και όχι φαντασιακές προσεγγίσεις. Η αναφορά στο Μουχτάρ, γιό του Αλή Πασά, ως πασά και οικιστή της περιοχής μάλλον ανήκει στη σφαίρα του υποθετικού, αν όχι του φανταστικού. Σίγουρο όμως μπορεί να θεωρηθεί, ότι η ύπαρξη μουχτάρη σημαίνει και την ύπαρξη σημαντικού οικισμού. Μουχτάρης σε έρημη περιοχή είναι εντελώς παράλογο να υπάρχει. Στο συλλογισμό αυτόν πρέπει να προσθέσουμε την παρατήρηση,  πως οι τοπικοί Οθωμανοί άρχοντες ή διοικητές έχτιζαν τις κατοικίες τους σε οχυρές θέσεις και τοποθεσίες τέτοιες, ώστε να έχουν ασφάλεια και εποπτεία στην περιοχή που εξουσίαζαν, και όχι αναγκαστικά στο κέντρο των οικισμών. Ο οικισμός, που διαφέντευε ο Μουχτάρης, ή Μουχτάρ,  φαίνεται πως ήταν νοτιοδυτικότερα. Άλλωστε κάτι τέτοιο, δηλαδή  σημαντικό οικισμό προδίδουν και τα ταφικά ευρήματα στη τοποθεσία «Άη Λάζαρος», που ανέδειξαν πριν εξήντα και πλέον χρόνια  οι πλημμύρες της Μυρτούλας και του Κρυονορέματος στην περιοχή αυτή.  Η άλλη εκδοχή για Μουχτάρ πασά, μάλλον πρέπει να αποκλειστεί, γιατί ως πασαλίκια παραχωρούνταν από την Υψηλή Πύλη πολύ μεγαλύτερες εκτάσεις και όχι μικρές και απόμερες περιοχές. Το πιθανότερο είναι ο Πύργος να χτίστηκε και να ανήκε σε μικρότερης βαθμίδας Οθωμανό αξιωματούχο, από αυτούς που είχαν εγκατασταθεί στο Βραχώρι, να του είχε παραχωρηθεί η ευρύτερη περιοχή ως τσιφλίκι και, αν δεν λεγόταν Μουχτάρ, να ασκούσε και καθήκοντα μουχτάρη των γύρω οικισμών. Η σχέση του τοπικού αυτού αυθέντη με τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων και τους Τουρκαλβανούς, μπορεί βάσιμα να υιοθετηθεί ως γεγονός, αφού φαίνεται πως ο Πύργος και η περιοχή αυτή έχουν εγκαταλειφθεί λίγο πριν την επανάσταση του 21, περίοδο που διεξάγεται και ο αγώνας του Αλή για ανεξαρτητοποίηση από την Υψηλή Πύλη.   
    Έχει γραφεί, ότι από το 1738 περίπου, που άρχισε ο αγώνας μεταξύ των κλεφταρματολών της περιοχής και μάλιστα μεταξύ των Κατσικογιανναίων και Γριβαίων  για το ποιος θα επικρατήσει στον ευρύτερο χώρο του Κάρλελι και του Απόκουρου, το χωριό Μαντάνισσα καταστρέφεται οικονομικά και διαλύεται ολοσχερώς το 1740. Σε αυτή τη διάλυση του οικισμού  συνέβαλε και η φορολογία που επέβαλαν στους κατοίκους του οι δημογέροντες του Βλοχού και της Βελάουστας. Η καταστροφή αυτή, καθώς και άλλων οικισμών, δεν οφείλεται στους Τούρκους κατακτητές, αλλά στις αδυσώπητες ενδοελληνικές συγκρούσεις, που συνέβαιναν πολύ συχνά κατά την προεπαναστατική περίοδο μεταξύ των κλεφταρματολών, προκειμένου μετά την εξόντωση των αντίπαλων καπεταναίων να εξασφαλιστούν τα αρματολίκια ως παραχώρηση από τους Τούρκους. Σημειώνουμε, πως τα Ορλωφικά, στα οποία μετέχει και η ευρύτερη περιοχή της Αιτωλίας  με τις γνωστές οδυνηρές συνέπειες για τον τόπο, γίνονται πολύ αργότερα, στα 1770.
   Το 1747 ο ηγούμενος της μονής Μυρτιάς Γεννάδιος, εκ κώμης Μπροστοβάς, έχτισε μετόχιον εις τον ΄Αγιον Νικόλαον  εις τον Παλιουργιάν.  Από τότε μέχρι και την επανάσταση του 1821 ελάχιστα είναι γνωστά, τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Τα αρχεία της Μονής Προυσού και της Μονής Μυρτιάς, όσα υπάρχουν και αν είναι διαθέσιμα στην ιστορική έρευνα, θα μπορούσαν ίσως να δώσουν περισσότερες πληροφορίες, αφού ή ευρύτερη αυτή έκταση μέχρι και πιο ψηλά στους Αγίους Αποστόλους φαίνεται να αλλάζει διαδοχικά ιδιοκτήτες. Τούρκοι, τοπικοί άρχοντες, μοναστήρια, τσιφλικάδες, αλλά και καταπατητές αλληλοσυγκρούονται κατά περιόδους για την εκμετάλλευση της περιοχής αυτής και αλληλοδιαδέχονται στην ιδιοκτησία της, ανάλογα με τις επικρατούσες διοικητικές συνθήκες των χρόνων αυτών και τις επιρροές που διέθετε  η κάθε πλευρά στην εκάστοτε εξουσία.
    Το 1821 στις 26-27 Μαίου με το παλιό ημερολόγιο, λίγο πριν την άλωση του Αγρινίου, κατά Σπ. Τρικούπη, στρατοπεδεύουν στο Δογρί, οι καπεταναίοι της περιοχής Σαδήμας και Γρίβας και ετοιμάζουν την επίθεση στο Βραχώρι. Αυτό τεκμηριώνει την άποψη ότι οι Τούρκοι της περιοχής και φυσικά και ο μουχτάρης θα πρέπει να είχαν αποχωρήσει νωρίτερα. Σε ενίσχυση αυτού του λογικού συμπεράσματος σημειώνουμε, πως η  νεκρική πομπή, που συνόδευε τη σορό του Μάρκου Μπότσαρη μετά το θάνατό του στη μάχη του Κεφαλόβρυσου Καρπενησίου το έτος 1823, στάθμευσε για μια μικρή ξεκούραση, κατά πρώτον στην Ντουγρή. Κατά την τοπική παράδοση, η τραγική εκείνη μακρά πομπή-λιτανεία με το φέρετρο του Μάρκου Μπότσαρη μετά από την Ντουγρή πέρασε με βάρκες τη λίμνη απέναντι στο Ζυγό και από εκεί κατέληξε στο Μεσολόγγι. Σύμφωνα με μια άλλη αφήγηση, η τελευταία συνοδεία του ήρωα εκείνου στάθμευσε για ξεκούραση στη «Μάννα ή γύρα του Μακρή», τοποθεσία μεταξύ της Ντουγρής και του Σκλήθρου με πηγαία νερά και ψηλή και πυκνή βλάστηση, που ήταν «γύρισμα» του Μακρή. Η τοποθεσία αυτή ήταν πιο ασφαλής και οφείλει το όνομά της στον οπλαρχηγό του Ζυγού Δημήτριο Μακρή, ο καπετάνιο του Ζυγού που κατέφευγε συχνά-πυκνά στη για ασφάλεια. Μία ακόμη άποψη, ότι η ακολουθία που συνόδευε τη σωρό του Μάρκου Μπότσαρη μετά  τη στάση στην Ντουγρή ή στη Μάννα του Μακρή έφτασε πεζή στα γιοφύρια του Αλάμπεη και μέσα από τα στενά της Κλεισούρας κατέληξε στο Μεσολόγγι, πρέπει να θεωρηθεί λιγότερη πιθανή, για το λόγο ότ,ι το πέρασμα  από τα γιοφύρια του Αλάμπεη, τοποθεσία κοντά στο Μουσταφούλι και το Βραχώρι, δεν πρέπει να ήταν και τόσο ασφαλές κατά τη χρονική αυτή περίοδο.
   Από την επανάσταση του ’21 και μέχρι και το 1912 ο μικρός οικισμός αναπτύσσεται σε χωριό από ανθρώπους που μετοικίζουν από τον Μπρουσσό, τα Ζακώνινα, το Σομπονίκο, το Κρύο Νερό, τον Αχόμαυρο, το Αφράτο, την Προστοβά, τη Λαμπίρη, την Γκορίκιστα, την Κόπραινα ή άλλα χωριά της Αιτωλίας και Ευρυτανίας, από την Ήπειρο, ή από την μόνιμη εγκατάσταση περαστικών τεχνιτών και μικροεπαγγελματιών που περιοδεύοντας προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στους κατοίκους του χωριού. Καλαντζήδες (γανωτήδες), ραφτάδες, φανοποιοί, σιδηρουργοί, παπουτσήδες, γυρολόγοι, κτιστάδες, εργάτες γης, κτηνοτρόφοι και άλλοι μεροκαματιάρηδες βρίσκουν φιλόξενο τόπο εγκατάστασης στο χωριό μας.  Είναι η εποχή των μεγάλων εσωτερικών μετακινήσεων του ελληνικού πληθυσμού σε αναζήτηση κάποιων πόρων για επιβίωση και βελτίωση της ζωής, μετά τις καταστροφικές συνέπειες των συνεχών πολεμικών συγκρούσεων με τους Οθωμανούς κατά την ελληνική επανάσταση και του εμφυλίου που επισυνέβη την ίδια περίοδο. Ακόμα για τις μετακινήσεις  αυτές στο 2ο μισό του 19ου αιώνα έπαιξαν σημαντικό ρόλο και τα εσωτερικά οικονομικά προβλήματα της χώρας, η μετέπειτα πτώχευση του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους, οι επιδημίες, οι  σιτοδείες, καθώς και άλλοι τοπικοί παράγοντες.
    Την ίδια περίοδο, εκτός από τις ελιές και τα αμπέλια καλλιεργούνται πιο εντατικά και ο καπνός, καθώς και τα εσπεριδοειδή κυρίως λεμόνια, φράπες, κίτρα και πορτοκάλια σαγκουίνια, που κατά μία εκδοχή μάλλον έρχονται στη περιοχή μας από την Σικελία, τη Μάλτα ή την Τυνησία, ιστορικά ανεξακρίβωτο πότε. Το μόνο γνωστό είναι πώς η ποικιλία «Μέρλιν» ήρθε πρώτα στο χωριό μας τη 10ετία του 1950 από τον αείμνηστο χωριανό μας Γεώργιο Παπαθανάση, αξιωματικό της Χωροφυλακής, που υπηρετούσε τότε στην Κέρκυρα και έφερε εμβόλια της ποικιλίας αυτής. (Η ομφαλοφόρος ποικιλία Μέρλιν οφείλει το όνομα της στο γνωστό μεγαλοκτηματία Μέρλιν, που πρωτοέφερε τη ποικιλία αυτή στη χώρα μας. Κατά μία άλλη εκδοχή η σημερινή ποικιλία «μέρλιν» δημιουργήθηκε στο κτήμα του Μέρλιν με φυσική μετάλλαξη σε δένδρο ομφαλοφόρου ποικιλίας που είχε φέρει ο ίδιος από την Καλιφόρνια). Τέλος, αξίζει να γνωρίζουμε πως μέχρι και το πρώτο ήμισυ του μεσοπολέμου καλλιεργείται στην περιοχή η σταφιδάμπελος, ενώ για ένα σχεδόν αιώνα μία σημαντική απασχόληση των κατοίκων, κυρίως για οικιακή χρήση και λιγότερο για εμπόριο, ήταν η σηροτροφία. Τελευταία κατάλοιπα της αμπελοκαλλιέργειας ήταν τα αμπέλια στην περιοχή Πλατανιάς, όπου πολλές οικογένειες από όλα τα γύρω χωριά, κυρίως από τα Ζακώνινα και τη Μανδάνισσα φυσικά, κατείχαν μέχρι και τη δεκαετία του 1970 μικρά αμπελοκτήματα για παραγωγή κρασιού για τις οικογενειακές τους κυρίως ανάγκες. Η ποικιλία που κυρίαρχα καλλιεργούνταν ήταν ο «γουρτσιάνος» (ασπρογόρτσιανος ή μαυρογόρτσιανος), πολύ μεν παραγωγική αλλά με όχι ιδιαίτερης αξίας οινοποιητικές ικανότητες και πολύ ευαίσθητη σε αρρώστιες, γι΄αυτό και σταδιακά εγκαταλείφτηκε. Οι καλοί όμως κρασοπαραγωγοί είχαν και άλλες πολύ καλές, αλλά σε μικρότερη έκταση ποικιλίες, όπως το τοπικό μαυρούδι, το σκυλοπνίχτη, το καρτσακούλι, το μοσκούδι, την ασπρούδα, το κορίνθι, κ.α., για να αναμειγνύουν τους μούστους κατά την οινοποίηση.  Αξίζει ακόμα, να σημειωθεί πως, λόγω του μικρού οικογενειακού κλήρου, οι κάτοικοι συμπλήρωναν τη σταφυλοπαραγωγή φυτεύοντας και ανεβάζοντας κλήματα σε κρεβατίνες και σε δένδρα κυρίως μελικοκκιάς, αλλά και πλάτανου και κυπαρισσιού (αναδενδράδες άμπελοι).
    Επανερχόμενοι στη μετεπαναστατική περίοδο και μέχρι το μεσοπόλεμο, όλη αυτή η πίεση από τη φτώχεια, αλλά ταυτόχρονα και το δημιουργικό πνεύμα και περιβάλλον της εποχής, έδωσαν άλλη προοπτική στο χωριό που έχει αρκετά ποτιστικά χωράφια, γιατί στο χωριό ανοίγονται πολλά πηγάδια. Πάνω από 40 πηγάδια μικρού ή μεγάλου βάθους διανοίγονται στη μικρή έκταση του χωριού ξεδιψώντας ανθρώπους, κοπάδια και καλλιέργειες. Άλλος πόρος ζωής την περίοδο αυτή, που εμπεδώνεται από το νεοσύστατο κράτος και ένα καλλίτερο κλίμα ασφάλειας, είναι τα αγώγια που διενεργούν οι κάτοικοι κατά παράδοση ανάμεσα στον κάμπο και τον ορεινό όγκο της κεντρικής Πίνδου.
    Μία άλλης μορφής απασχόληση και ανάπτυξη στο χωριό δίνει η Υλοτομική Επιχείρηση κάποιου Τασιόπουλου, αχαϊκής μάλλον καταγωγής, όπως έλεγαν οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής. Η επιχείρηση αυτή είχε κατασκευάσει ένα μηχανισμό μεταφοράς της ξυλείας από το χωριό Σπαρτιάς και πιο ψηλά ακόμη μέχρι την Ντουγρή. Ο μηχανισμός αυτός έμεινε στη μνήμη των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής ως «Βίντσι του Τασιόπουλου». Ουσιαστικά ήταν ένα σύστημα με συρματόσχοινα που στηρίζονταν και στερεώνονταν  σε μία σειρά από κολόνες σε ευθεία γραμμή,  σαν ένα πρωτόγονο τελεφερίκ θα πρέπει να το φανταστεί κανείς. Στο συρματόσχοινο αυτό στερεώνονταν οι καθαρισμένοι  κορμοί των δένδρων και με τη δύναμη της βαρύτητας, αλλά και με κατά διαστήματα «καστάνιες»/ φρένα ανακοπής και ρύθμισης της ταχύτητας καθόδου, κατέβαζαν την ξυλεία από το βουνό στην Ντουγρή. Εκεί οι κορμοί καρφώνονταν κατά δέσμες μεταξύ τους και, επιπλέοντας στη λίμνη Τριχωνίδα, κατευθύνονταν μέσα από το γνωστό κανάλι που υπάρχει και σήμερα κοντά στο Ζευγαράκι προς τη λίμνη Λυσιμαχία. Από τη Λυσιμαχία,  πάλι πλέοντας και  μέσα από το Δίμηκο, έφταναν στον Αχελώο και από εκεί κατέληγαν στις εκβολές του ποταμού στο Ιόνιο πέλαγος, όπου τα παραλάμβαναν για τη μεταφορά τους στη Πάτρα. Στην επιχείρηση αυτή δούλευαν πάρα πολλοί εργάτες. Από την υλοτόμηση και τα «πριόνια», στο βίντσι, στην παραλαβή στην Ντουργή για την προετοιμασία και στη συνέχεια για την πλοήγηση της ξυλείας μέχρι τον Αχελώο ένα μελίσσι ανθρώπων εργαζόταν στο εργοτάξιο αυτό. Το σημάδι από το «βίντσι» αυτό φαίνεται ακόμα σήμερα σαν μια κάθετη γραμμή πάνω στο λόφο πριν τη Νερομάννα που αρχίζει από ψηλά και τέμνει τον άξονα του δημόσιου δρόμου προς το χωριό της Νερομάννας. Άλλο στοιχείο ή υλικό, από τη σπουδαία αυτή κατασκευή δεν υπάρχει. Το μεγαλύτερο μέρος του εξοπλισμού και των υλικών, που υπήρχαν λεηλατήθηκαν, όταν η επιχείρηση εγκατέλειψε οριστικά την περιοχή μετά το 1936, με το νόμο για τη προστασία των δασών που περιόρισε δραματικά και τη βόσκηση από την αιγοτροφία.  Δυστυχώς η επιχείρηση αυτή καταλήστεψε το φυσικό πλούτο της περιοχής κατέστρεψε όλο το πυκνό ελατοδάσος, που υπήρχε σε όλο τον ορεινό όγκο του Κατελάνου  και άρχιζε λίγο πάνω από την Παληοκαρυά, το Κρύο Νερό, τη Νερομάνα, τη Στεκούλα και τον Σπαρτιά μέχρι πιο ψηλά και πίσω στη Λαμπίρη και τα Αραποκέφαλα.       
    Ξεχωριστή συνεισφορά στα ταπεινά εισοδήματα των κατοίκων για μια σχετικά μακρά περίοδο έχουν και οι ασβεσταριές, τα ασβεστοκάμινα, που, συγκριτικά με άλλα μέρη, στη μικρή έκταση του χωριού μας βρίσκουμε πάνω από δέκα τέτοιες κατασκευές.  Αυτό οφείλεται στην ιδιαίτερη γεωμορφολογία του χωριού (αμφιθεατρική κλίση που διευκολύνει το χτίσιμο της ασβεσταριάς), στην πυκνή φυσική βλάστηση που υπήρχε στους χρόνους αυτούς και  στα πλούσια ασβεστολιθικά ποταμολίθαρα που κατέβαζε ο Ξηριάς και «προίκισε» σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης του χωριού. Ξηριάς και Κρυονόρεμα οριοθετούν το χωριό από Δυτικά και Ανατολικά αντίστοιχα. Παράλληλα με την παραγωγή και τη μεταφορά της ασβέστου όλοι οι καραγωγείς από τα κάτω χωριά, Παραβόλα, Καινούριο (Ντέμη)  και Παναιτώλιο (Μουσταφούλι) βρίσκουν στο χωριό μας πλούσιο πέτρινο υλικό για το χτίσιμο των σπιτιών και άλλων λίθινων κατασκευών.
     Όλα αυτά δίνουν ζωή στο μικρό χωριό που με το Βασιλικό Διάταγμα της 31-8-1912 αναγνωρίζεται ως Κοινότητα Μανδανίσσης (ΦΕΚ261, τεύχος Α, 1912), προερχόμενη από τον τέως Δήμο Θέρμου. Το 1911 χτίζεται ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου στο κέντρο του χωριού από την αδελφότητα των κατοίκων του χωριού, όπως φαίνεται στην κτητορική επιγραφή σε πέτρα που υπάρχει στη νότια πλευρά της εκκλησίας. Πιθανότατα υπήρχε στην περιοχή του χωριού παλιότερος ναός αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου, και αυτό τεκμαίρεται από το γεγονός ότι η Αγία Τράπεζα του ναού του 1911 προέρχεται από παλαιότερο ναό. Ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου του χωριού αποδεικνύει και τη σχέση της Παντάνασσας  με τη Μονή Μυρτιάς, της οποίας το Καθολικό, ο κεντρικός ναός είναι αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου. Για μεγάλη περίοδο η Παντάνασσα ήταν μετόχι της Μονής Μυρτιάς. Βέβαια, για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα η περιοχή αυτή άλλαξε ιδιοκτήτη και σημαντικό κομμάτι της περιοχής περιήλθε στη Μονή Προυσού.
    Το 1922 χτίζεται το Δημοτικό Σχολείο του χωριού μας, όπου μαθαίνουν τα πρώτα τους γράμματα όχι μόνο οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού αλλά και παιδιά οικογενειών από χωριά των υπερκείμενων ορεινών περιοχών, που κατεβαίνουν το χειμώνα για δουλειά ή με τα κοπάδια τους. Μάλιστα, στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο ο αριθμός των μαθητών του σχολείου μας ξεπερνούσε τους 120 σε αριθμό. Από το σχολείο μας πέρασαν αρκετοί φωτισμένοι δάσκαλοι, που έδωσαν γνώσεις και αρχές σε όλους τους κατοίκους του χωριού μας. Ειδικά για το κομμάτι αυτό, όπως και για τους εφημέριους που υπηρέτησαν στο χωριό μας θα επανέλθουμε με ειδικό αφιέρωμα σε  νεώτερο κείμενο αργότερα.
    Στην περίοδο της Ιταλογερμανικής κατοχής το χωριό μας πέρασε τα βάσανα, την πείνα και τις κακουχίες όπως όλη η Ελλάδα. Τότε καθιερώθηκε στην τοπική λαλιά ο όρος «φευγούλα», αφού σε κάθε είδηση για εμφάνιση του κατακτητή όλο το χωριό έφευγε για να κρυφτεί, αν προλάβαινε πίσω από τη ράχη του Αη Λιά ή στην τοποθεσία Γούρνες, πάνω από την Παλιοκαρυά. Όταν οι κάτοικοι δεν προλάβαιναν να φύγουν τόσο μακριά, «τρύπωναν» (κρύβονταν) κοντά στο χωριό μέσα στα βάτα και στις θεόρατες πατουλιές του Σκλήθρου.
    Με το ΒΔ 30-3-1953, ΦΕΚ86)1953 Α΄ η Μανδάνισσα μετονομάστηκε σε κοινότητα Παντάνασσας, ενώ με το Ν. 3539/97 («Ι. Καποδίστριας») εντάχθηκε στο Δήμο Παραβόλας ως δημοτικό διαμέρισμα με το ίδιο όνομα Παντάνασσα. Με τη διοικητική αναθεώρηση του Ν.3852/7-6-2010 («Καλλικράτης») εντάχθηκε στο Δήμο Αγρινίου μέσω του δημοτικού διαμερίσματος Παραβόλας, ως Τοπική Κοινότητα Παντάνασσας. Έτσι η ονομασία Μανδάνισσα χάνεται από τα επίσημα έγγραφα. Σώζεται όμως στη μνήμη όλων μας και όλοι οι κάτοικοι του χωριού στις καθημερινές συνομιλίες τους αναφέρονται ως Μαντανισσιώτες.

​Μικρογεωγραφία.
    Η Μανδάνισσα αρχικά είχε περιορισμένη έκταση, που οριοθετούνταν: Δυτικά και Ανατολικά από τους δύο χείμαρρους Ξηριά και Κρυονόρεμα, νότια από τη λίμνη Τριχωνίδα και Βόρεια από το δρόμο-μονοπάτι που άρχιζε δυτικά από τον Ξηριά, περνούσε λίγο πάνω από τον κεντρικό οικισμό του χωριού και το συνοικισμό Αλεποχώρι και κατέληγε στη Μουχταρίνα στο ύψος του Πετράλωνου. Το 1925 (ή το 1929 σύμφωνα με μαρτυρίες άλλων χωριανών μας)  με πρωτοβουλία και ενέργειες του τότε προέδρου Αριστοφάνη (Στέφου) Τζάνη  η έκταση του χωριού διευρύνθηκε με μετάθεση του βορινού ορίου μέχρι το μονοπάτι λίγο κάτω από τη σημερινή Τούμπα.
    Οι τοποθεσίες μέσα στα σημερινά όρια, όπως διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας και αρχίζοντας από τα δυτικά καταγράφονται διαχρονικά με τα παρακάτω ονόματα:
    Ξεκινώντας αρχικά από την εκβολή του χειμάρρου Ξηριά στη λίμνη και ακολουθώντας τον παραλίμνιο δρόμο προς τα Ανατολικά συναντάμε τα Ρόγγια, την Μπίστα, τον Τσαραπά, το Σκλήθρο, τη Μάνα Μακρή, την Αραπόβρυση, τον Άγιο Νικόλαο, την Ντουγρή και καταλήγουμε στο Κρυονόρεμα με παραδίπλα τον Ντράφο ή Τράφο. Ξεκινώντας τώρα από ανατολικά από το Κρυονόρεμα  προς τα δυτικά και σε μια πιο ευρεία έκταση πιό πάνω από το δρόμο Αγρινίου- Θέρμου βρίσκουμε τον οικισμό της Ντουγρής, τον Άϊ Λάζαρο, τη Μα(ου)χταρίνα, τα Ταχτικαίϊκα, τη Γούβα, την Αμπελιά, τη Μυρτούλα, τον Παλιουργιά, πιο κάτω τις  Δυό Καρές, πιο πέρα τον Κυπρά, βορειότερα την Τσερεγκού, το Κοτρωνάκι και, το Λαγκαδάκι, λίγο πιο πάνω την Αραπολαγκάδα, πιο χαμηλά το Αλεποχώρι και τα Τζωρτσαίϊκα, πιο πέρα και πιό πάνω το Γαβριά και την Τούμπα, πιο κάτω εκεί και δυτικότερα τον Πέρα Γαβριά  για να καταλήξουμε στις Κριθαριές (Κθαρές) στην περιοχή Ξηριάς και την κοίτη του χειμάρρου Ξηριά. Όλες αυτές οι τοποθεσίες ήταν το ενδιαίτημα των χωριανών μας για εκατοντάδες χρόνια. Πότε με τις καλλιέργειες, πότε με την τοπική βλάστηση σαν βοσκότοπος για τα λίγα κοπάδια και πότε με τις πλημύρες του Ξηριά και του Κρυονορέματος, έδωσαν την ιδιαίτερη  ταυτότητα στο χωριό και αποτέλεσαν το καμβά πάνω στον οποίο εξελίχθηκε η δημιουργική προσπάθεια των κατοίκων του χωριού μας διαχρονικά.
    Στο όμορφο «κέντημα» που δημιουργεί η τοπική χλωρίδα του χωριού μας βρίσκουμε μια μεγάλη ποικιλία φυτικών ειδών που σε κάθε εποχή δίνουν και διαφορετική αλλά εξίσου όμορφη εικόνα. Από δένδρα, θάμνους και χαμηλές πόες εύκολα  θα βρούμε: αγριελιά, κουτσουρελιά αλλά και τη σπάνια τοπική ποικιλία τραγουλιά, πουρνάρι, πλάτανο, κισσό, ιτιά, πορτοκαλιά, λεμονιά, κιτριά και φράπα, κορομηλιά, μουριά, μπουρνελιά, αχλαδιά, μηλιά, κερασιά βυσσινιά, σχίνο, δάφνη, ασφάκα, φασκομηλιά,  λυγαριά, αγράμπελη, πουρνάρι, αγραπιδιά, πάλιουρα, σπάρτο, θυμάρι, ρείκι, βαλανιδιά,  γάβρο, τσαπουρνιά, ασπάλαθο,  ίριδες και άγριους κρόκους, κυκλάμινα, καλάμια, ψαθί, βούρλα, ρίγανη, αγριομέντα,  αγριορίγανη, μπότσικα, σπερδούκλι, μαργαρίτα, χαμομήλι, βουστίνες, ασπράγκαθο, παλαμονίδα, αρκουδόβατο, αγριόβικο, σκλήθρο, και πόσα άλλα μικρά χορταράκια που ζωγραφίζουν όλο το τοπίο χειμώνα, καλοκαίρι, άνοιξη και φθινόπωρο. Ψάχνοντας λίγο ακόμα θα βρούμε το σπάνιο κενταύριο και το λουμινόχορτο. (Λίγα χρόνια νωρίτερα υπήρχε και το εξωτικό Φυτικό Σφουγγάρι που είχε φέρει από τις ΗΠΑ ο μακαρίτης Γιάννης Καραχρήστος και το επιδείκνυε με ξεχωριστή περηφάνια. Εδώ και πολλά χρόνια το φυτό αυτό χάθηκε).
    Και πάνω σε αυτό το όμορφα κεντημένο χαλί από αγριολούλουδα θάμνους και καλλιέργειες δεκάδες είδη αγριοπούλια και μικρά άγρια ζωάκια ζωντανεύουν με το κελάηδημα και τις φωνές τους το «καρεδάκι» του μικρού χωριού μας. Σε κάθε βήμα θα συναντήσετε τα μικρά και ασίγαστα φλύαρα, αλητάκια σπουργίτια, τον καλοκάγαθο καλογιάννο, το μικρό τσώνο και το μεγάλο γαϊδουρότσωνο, το ασίγαστο γαρδέλι, τον μαυροσκούφη, την παπαδιά, το στεφανούδι, τον τρυποφράχτη, το συκοφάγο, τον κούκο,  τη σιταρήθρα, τη βουργάρα, τον κορυδαλλό, τον κότσυφα, την κυριαρήνα, και πιο χαμηλά στη λίμνη  το γλάρο, την πάπια, την μπεκάτσα, την τσισκλιτάρα, το βουταλήδι, τον πορφυροτσικνιά, τον σταχτοτσικνιά, και πιο πέρα προς τον Ξηριά την καρακάξα, τον μπούφο, την κουκουβάγια, την καλιακούδα, το γεράκι, για να σας μαγέψει στο τέλος κοντά στη λίμνη με το βραδυνό του κελάηδημα το έρημο το αηδόνι και ο  μελαγχολικός νυχτοπέτης γκιώνης. Ακόμα δεν θα ξεχάσουν να σας συστηθούν με τις αθώες, πονηρές, ή φοβισμένες φατσούλες τους τα άγρια ζωάκια της νύχτας, όπως ο λαγός, η αλεπού, το κουνάβι, η νυφίτσα, ο ασβός, το ζαρκάδι, το αγριογούρουνο και πολύ σπάνια ο προβατοκυνηγός λύκος. Και αν βγείτε με μια βαρκούλα μέσα στη λίμνη, «το πέλαο»  του χωριού μας, θα σας συνοδεύουν πεταρίζοντας στα γλυκά νερά της, η δρομίτσα, το στροσίδι, το κεφάλι, η τσουρούκλα, το χέλι, το γλανίδι, η μικρή και γρήγορη γουρνάρα και η αστραφτερή αθερίνα. Ακόμα θα συναντήσετε το μοναδικό νανογοβιό, τον «πυγμαίο το τριχώνιο» όπως τον λένε επιστημονικά, το μικρότερο ψαράκι στην Ευρώπη που ζεί αποκλειστικά στη λίμνη Τριχωνίδα.
     Αυτό είναι το μικρό χωριό μας. Τόπος με μικρές παραγωγές, που όμως ανταμείβει τον επισκέπτη με όμορφες εικόνες μέσα από εξαίσιους και ήπιους παραλίμνιους περιπάτους, θερμή φιλοξενία και πρωτόγνωρες γευστικές εμπειρίες στα καλαίσθητα καταστήματα εστίασης και καφέ, που υπάρχουν τόσο μέσα στον κεντρικό οικισμό όσο και κοντά στα πεντακάθαρα νερά της λίμνης μας, της Τριχωνίδας.
 
Πληθυσμιακή Εξέλιξη και Παραλειπόμενα  
    Ο πληθυσμός του χωριού μας από στοιχεία απογραφών που έχουμε στη διάθεσή μας παρουσιάζει την παρακάτω εξέλιξη:
1920: πληθυσμός 319 κάτοικοι.
1928: πληθυσμός 451 κάτοικοι.
1940: πληθυσμός 527 κάτοικοι.
1951: πληθυσμός 573 κάτοικοι..
1991: πληθυσμός 805 κάτοικοι.
2001: πληθυσμός 572 κάτοικοι.
2011: πληθυσμός 531 κάτοικοι.
    Σήμερα οι μόνιμοι κάτοικοι της Παντάνασσας είναι περίπου 550 και στο χωριό μας  λειτουργούν τετραθέσιο Δημοτικό Σχολείο και Νηπιαγωγείο.
    Η ενορία μας έχει τρείς ναούς:
  • Τον παλιό ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου που χτίστηκε το 1911. Η Αγία Τράπεζα του ναού αυτού προέρχεται από παλαιότερο ναΐσκο που υπήρχε στο χωριό, άγνωστο πού. Κατά μία εκδοχή ο ναΐσκος αυτός ήταν στη τοποθεσία Μπίστα και ήταν αφιερωμένος στην Αγία Παρασκευή. Κατά τη μαρτυρία άλλων κατοίκων ήταν αφιερωμένος στην Αγία Φωτεινή. Σύμφωνα με μία άλλη πιο αληθοφανή εκδοχή,  ο αρχικός εκείνος ναΐσκος βρισκόταν στη θέση του ναού που χτίστηκε το 1911, ήταν αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου και δίπλα του ήταν και το νεκροταφείο του πρώτου οικισμού της Μανδάνισσας.  
  • Τον νέο ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου,που άρχισε να χτίζεται το 1970 και επίσημα εγκαινιάστηκε το 2015. Για την ιστορία, καταγράφουμε πως τα Ιερά Λείψανα, που υπάρχουν στην κρύπτη της Αγίας Τράπεζας του νέου ιερού ναού, προέρχονται από τα νήπια που κατέσφαξε ο Ηρώδης μετά τη Γέννηση του Χριστού στα Ιεροσόλυμα.
  • Το ναΰδριο του Αγίου Νικολάου στην Ντουγρή ή Δογρή, με άγνωστη χρονολογία κτίσεως.
    Κατά τον αείμνηστο καθηγητή Αθανάσιο Παλιούρα, ο ναΐσκος του Αγίου Νικολάου, είναι μνημείο της μεταβυζαντινής περιόδου και πρέπει να χτίστηκε τον 16ο και όχι αργότερα από τον 17ο αιώνα. Ήταν κατάγραφος από αγιογραφίες, από τις οποίες  δυστυχώς σήμερα δεν σώζεται καμία (κάποια ίχνη χρωμάτων διακρίνονται). Μέχρι και το 1970 διακρίνονταν κάπως καθαρά μερικές από τις τοιχογραφίες στο όμορφο αυτό εξωκλήσι, που λειτουργούσε εθιμικά την Κυριακή του Θωμά ανελλιπώς κάθε έτος. Ο χρόνος, η υγρασία και οι «ευλαβικές» επιστρώσεις ασβέστη, που έγιναν κατά καιρούς για τον ευπρεπισμό του ναού, από άγνοια βέβαια της αξίας των τοιχογραφιών, δυστυχώς προκάλεσαν ανεπανόρθωτες ζημιές. Σήμερα, με τις σωστικές επεμβάσεις που έγιναν από την εκκλησιαστική επιτροπή και τον εφημέριο του χωριού μας ο ναός λειτουργείται τακτικότερα.
    Ένας ακόμα ναός που υπήρχε στο χωριό μας και δεν υπάρχουν ούτε ίχνη του πλέον, ήταν ο ναός του Αγίου Λαζάρου. Πάνω από το μικρό ναό του Αγίου Νικολάου και σε απόσταση, όχι περισσότερο από 500 μέτρα ΒΑ, υπήρχαν μέχρι τις αρχές του 1950 πέτρινα θεμέλια από  ναό που οι τότε κάτοικοι του χωριού ονόμαζαν «εκκλησιά του ΄Αη Λάζαρου».. Επίσης στον ίδιο χώρο υπήρχαν ίχνη από παλιό, και όχι πολύ μικρό σε έκταση, νεκροταφείο με τάφους λίθινης κατασκευής, που είχαν αποκαλυφθεί από νεροφαγή (πρόσκαιρη κοίτη) βάθους 1-1,5, μ. που δημιούργησαν τα πλημμυρικά νερά από τη  Μυρτούλα και το Κρυονόρεμμα σε παλιότερες εποχές. Η κοίτη αυτή σκεπάστηκε και ισοπεδώθηκε μετά τον εγκιβωτισμό των χειμάρρων της περιοχής κατά τη πενταετία 1965-1970 και μαζί χάθηκαν και τα ίχνη της παλιάς εκκλησίας. Το όνομα του Αγίου Λαζάρου συνειρμικά  παραπέμπει σε κοιμητηριακό ναό, πολύ περισσότερο μάλιστα αν αυτό συσχετιστεί και με τα πέτρινα ταφικά ευρήματα, που είχε φέρει στο φώς η νεροσυρμή που δημιούργησαν οι τοπικοί χείμαρροι που αναφέρουμε πιο πάνω. Ο φίλος του Συλλόγου μας Γεώργιος Σταμάτης, αρχαιολόγος, μας δίνει τη πληροφορία, πως στο νομό Αιτωλ/νίας υπάρχουν άλλοι τέσσερες ναοί αφιερωμένοι στον Άγιο Λάζαρο: στο Μεσολόγγι, στο Ζευγαράκι, στο Μενίδι και στην Κατοχή και όλοι είναι κοιμητηριακοί. Όλα αυτά τα στοιχεία ενισχύουν την άποψη ότι ο Άγιος Λάζαρος Παντάνασσας ήταν κοιμητηριακός ναός, άγνωστο όμως μέχρι στιγμής σε ποιά εποχή.
    Θα αποτελούσε σοβαρή παράλειψη να μην αναφέρουμε τον αθλητικό σύλλογο του χωριού μας και την ιστορική ποδοσφαιρική μας ομάδα το «ΧΡΥΣΟ ΑΣΤΕΡΑ ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΗΣ». Ο σύλλογός μας ιδρύθηκε στη διάρκεια του μεσοπολέμου, κατά τη δεκαετία του 1930, ως αθλητικό και ποδοσφαιρικό σωματείο και είναι ανάμεσα στους πρώτους αντίστοιχους συλλόγους που ιδρύθηκαν στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας. Διέγραψε μία πολύ καλή πορεία στα τοπικά πρωταθλήματα και αποτελούσε μέχρι και τη δεκαετία του 1970 έναν πολύ δυνατό και σοβαρό αντίπαλο για τις άλλες ομάδες του νομού μας. Για την ομάδα της καρδιάς μας (’Χρυσούς Αστήρ Παντανάσσης’, όπως ήταν το αρχικό της όνομα)   αναζητούμε φωτογραφικό και ιστορικό υλικό και θα επανέλθουμε με ειδική αναφορά στις επιτυχίες, στους αξιόλογους ποδοσφαιριστές που ανέδειξε  και γενικά στην ιστορία του.     

Οι τωρινές δραστηριότητες
      Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού μας σήμερα ζούν από τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η αλιεία στη λίμνη έχει περισσότερο ερασιτεχνικό χαρακτήρα, γιατί, μετά τους παλιούς  ψαράδες που ζούσαν από το ψάρεμα, σήμερα συστηματικοί επαγγελματίες αλιείς δεν υπάρχουν. Άλλωστε οι νέοι καταναλωτές έχουν αλλοτριωθεί από την εισβολή νέων γευστικών προτύπων. Έτσι την πεντανόστιμη τηγανιτή δρομίτσα της Τριχωνίδας λίγοι, που ξέρουν ή έχουν δοκιμάσει τη νοστιμιά της, την απολαμβάνουν στα ταβερνάκια του χωριού μας.
    Ο σύλλογός μας προσπαθεί να διασώσει τη φυσιογνωμία και κάθε χρήσιμο στοιχείο του φυσικού τοπίου, της παράδοσης και της τοπικής ιστορίας μας, αυτού που αποκαλούμε πολιτιστική κληρονομιά.  Ταυτόχρονα, θέλει να ενώσει όλους τους μόνιμους κατοίκους και τους απόδημους του χωριού μας, Ακόμα απευθύνεται και σε κάθε φίλο και συγγενή του χωριού μας για ένα καινούργιο και γόνιμο δεσμό γνωριμίας, δημιουργικής επικοινωνίας και μορφωτικής ανάτασης.
    Στη συλλογική αυτή προσπάθεια πρωτεύοντα ρόλο έπαιξαν και παίζουν το Δημοτικό μας Σχολείο και Νηπιαγωγείο, με μπροστάρηδες τους δασκάλους και τους ακούραστους μικρούς μαθητές και μαθήτριες, που με ζήλο και μεγάλη προθυμία ενστερνίζονται τις γνώσεις και τις αξίες που αποκτούν για να διασώσουν  και να διευρύνουν τη μεγάλη πολιτιστική και περιβαλλοντική μας κληρονομιά.
    Ξεχωριστή και πολύ αξιέπαινη δουλειά γίνεται και από άλλες ομάδες και  ομίλους του χωριού μας, όπως, από το χορευτικό όμιλο, τη χορωδία και ορχήστρα παραδοσιακής μουσικής που διδάσκει, εκπαιδεύει και διευθύνει ως χοράρχης ο ακούραστος Κώστας Καμζέλας, δάσκαλος λίγα χρόνια νωρίτερα του χωριού μας. Κάνουμε ξεχωριστή αναφορά στο χορευτικό μας όμιλο, στη χορωδία και στην ορχήστρα της Παντάνασσας γιατί πολύ συχνά «βγαίνουν» έξω από το μικρό χωριό μας, πράγμα που τιμά όλους μας στις πολλές εκδηλώσεις που μετέχουν ομολογουμένως με μεγάλη επιτυχία και ενθουσιώδη αποδοχή από το κοινό που τους παρακολουθεί. Επίσης με τη συγκατάθεση και υποστήριξη του εφημέριου του χωριού μας ιερέα Παναγιώτη Σκούρα και τη διδασκαλία επίσης του κ. Κώστα Καμζέλα, λειτουργεί παιδική και γυναικεία χορωδία βυζαντινής μουσικής, που ελπίζουμε ότι σύντομα θα κάνει και αυτή αισθητή την παρουσία της στα πολιτιστικά δρώμενα της περιοχής μας.
    Θα ήταν παράλειψη να μην τονιστεί μέσα από αυτό το μικρό σημείωμα η ξεχωριστή δραστηριότητα των γυναικών του χωριού μας, που μέχρι τώρα είναι οι στυλοβάτες του Συλλόγου μας. Μέσα και από την ιστοσελίδα μας απευθύνουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλες τις γυναίκες του χωριού, που ακούραστα συνεχίζουν να προσφέρουν εθελοντικά μεγάλη βοήθεια σε όλες τις εκδηλώσεις όχι μόνο του Συλλόγου αλλά και του χωριού μας γενικότερα, συνεχίζοντας τη μακρά παράδοση των προηγούμενων γενεών.   
    Τέλος, καλούμε όλες και όλους που αγαπούν το χωριό μας, που θέλουν να μαθαίνουν τα νέα και τα παλιά γεγονότα και που συμμερίζονται τους στόχους μας να έρθουν σε επαφή μαζί μας και όλοι μαζί να ανοίξουμε ένα νέο κεφάλαιο στη μικρή ιστορία αυτής της όμορφης γωνιάς της Αιτωλίας που λέγεται Παντάνασσα, και για τους πιο παλιούς ακόμα Μανδάνισσα.

Παντάνασσα 31-7-2018.

Ηλίας Δ. Ντζάνης.

Επιλεγμένη Βιβλιογραφία.
1. Στοιχεία Συστάσεως και Εξελίξεως των Δήμων και των Κοινοτήτων- Έκδοσις ΚΕΔΚΕ, 1961
2. Ναυπακτιακά. Τομ 6ος, 1992-93 Αθήνα
3. Πρακτικά Α΄ Διεθνούς ΣυνεδρίουΤοπικής Ιστορίας και Πολιτισμού Τριχωνίας και Ναυπακτίας, 9-10-11 Ιουνίου 2012, Α.Ι.Λ.Ε. Θεστιαίων, εκδ. 2015
4. Β΄Διεθνές Ιστορικό και Αρχαιολογικό Συνέδριο Αιτωλ/νίας. Αγρίνιο ν29-30-31 Μαρτίου 2002 Πρακτικά.  Ι.Α.Ε. Δυτ. Ελλάδας-Αγρίνιο 2004
5. W. Woodhouse. Aitolia, its Geography, Topography and Antiquities.1897.
6. Δημήτρης Λουκόπουλος: Θέρμος και Απόκουρο, Ιστορικές Εκδόσεις Στ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1990.
7. Νεώτερο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό «ΗΛΙΟΥ»
8. Μαρία Π. Σκαβάρα: Ιερά Μονή Φωτμού Ατωλίας. Ι.Μ. Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Αγρίνιο 2009.
9. Φώτιος Α. Παπασαλούρος. Βλοχός, Η Ακρόπολη των Θεστιαίων, Από το Μύθο  στην Ιστορία. Πνευματικό κέντρο Δήμου Θεστιαίων, 2006
10. Ιερά Μονή Εισοδίων της θεοτόκου Μυρτιάς. Οδηγός προσκυνητών
11. Αθ. Παλιούρας: Βυζαντινή Ατωλοακαρνανία. Αθήνα 1985.
12. Σπ Τρικούπης: Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης. Λονδίνο 1860
13.  Αλέξανδρος Πάλλης: Μπρουσός. Νεοελληνικά Γραμματεία. Εκδ.Πελεκάνος, 2004.
14. ΄Εντμοντ Αμπού. Η Ελλάδα του Όθωνα. Εκδ. Μεταίχμιο 2018.
15. David Brewer. Ελλάδα 1453-1821. Εκδ. Πατάκη, 2018.
16. Αγγελική Λαΐου- Θωμαδάκη. Η αγροτική κοινωνία στην Ύστερη Βυζαντινή Εποχή. ΜΙΕΤ. Αθήνα 2001
17. Νικ. Σπ. Βούλγαρης, Ενοριακοί Ι. Ναοί και Εξωκκλήσια της Ι.Μ. Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Ιστορία-Παράδοση-Πολιτισμός, ΑΛΦΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, Αθήνα 2004.  
 
 

  • AΡXIKH
  • O ΣYΛΛOΓOΣ MAΣ
  • NEA - ΔΡAΣTHΡIOTHTEΣ
  • TO XΩΡIO MAΣ
  • ΦΩTOΓΡAΦIEΣ
  • EΠIKOINΩNIA